νοηματικό

νοηματικό
anlam, anlamca

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νοηματικός — ή, ό (ΑΜ νοηματικός, ή, όν) [νόημα] νεοελλ. σχετικός με το νόημα μσν. αρχ. νοήμων, λογικός. επίρρ... νοηματικῶς (Μ) 1. με νοηματικό τρόπο, νοητικά 2. κατά πνευματική, μυστική έννοια …   Dictionary of Greek

  • προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”